ὄσσ'

ὄσσ'
ὄσσα , ὄσσα
a rumour
fem nom/voc sg
ὄσσε , ὄσσα
a rumour
neut nom/voc/acc dual
ὄσσαι , ὄσσα
a rumour
fem nom/voc pl
ὄσσᾱͅ , ὄσσα
a rumour
fem dat sg (doric aeolic)
ὄσσα , ὄσσε
the two eyes
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ὄσσ' — Ὄσσα , Ὄσσα fem nom/voc sg Ὄσσαι , Ὄσσα fem nom/voc pl Ὄσσᾱͅ , Ὄσσα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσσ' — ὅσσα , ὅσος as great as neut nom/voc/acc pl (epic) ὅσσε , ὅσος as great as masc voc sg (epic) ὅσσαι , ὅσος as great as fem nom/voc pl (epic) ὅσσᾱͅ , ὅσος as great as fem dat sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • επέοικα — ἐπέοικα (Α) 1. αρμόζω («ἀποδώσομαι ὅσσ ἐπέοικε») 2. μοιάζω («Θήρων καὶ πολλοὶ ἄλλοι οὐδὲν τι Ἀλεξάνδρῳ ἐπεοικότες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έοικα «ομοιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • κάδδιχος — κάδδιχος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Πλούτ.) το δοχείο στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα 2. κάλπη 3. (κατά τον Ησύχ.) α) σικελικό μέτρο, ίσως το ημίεκτον* β) άρτος που προσφερόταν στους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ( δδ ) και… …   Dictionary of Greek

  • μικιχίζομαι — και λακωνικός τ. μικκιχίδδομαι (Α) (στη Σπάρτη) (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) «μικιχιζόμενος» αγόρι που βρίσκεται στο τρίτο έτος τής ηλικίας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *μίκκιχος (< μικκός + επίθημα ίχος, πρβλ. οσσ ίχος)] …   Dictionary of Greek

  • οψίχα — ὀψίχα (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀψέ. Βυζάντιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. ενός αμάρτυρου επιθ. *ὀψίχος (< ὀψέ + υποκορ. επίθημα ιχος, πρβλ. οσσ ίχος)] …   Dictionary of Greek

  • πρότιμος — ον, Α 1. αυτός που τιμάται περισσότερο από κάποιον άλλο ή ο άξιος περισσότερης τιμής («οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τόπερ ἔστι πρότιμον ῥώμης ὅσσ ἀνδρῶν ἔργ ἐν ἀγῶνι πέλει», Ξεν.) 2. (για λίθους) πολύτιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τιμος (< τιμή) …   Dictionary of Greek

  • τοσσίχος — η, ον και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. τεσσίχου και τεσσίχον Α τόσο μικρός, τόσο λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + υποκορ. επίθημα ίχος (πρβλ. ὁσσ ίχος)] …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”